Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2020

Αγρια φύση

Φωτογραφίζοντας την Ελληνική άγρια φύση.

 

Μουστακαλής (Panurus biarmicus)


Ο Μουστακαλής είναι πτηνό της οικογενείας των Τιμαλιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Panurus biarmicus .Το είδος εξαπλώνεται σε εύκρατες -κυρίως- περιοχές της Ευρασίας, όπου απαντά ως καθιστικό, δηλαδή στις περισσότερες περιοχές της επικρατείας του, παραμένει όλο το έτος ως επιδημητικό πτηνό. Προτιμάει τα μεσαία γεωγραφικά πλάτη και τις μέσες ή λίγο         χαμηλότερες θερμοκρασίες.Στην Ευρώπη, η κατανομή του είναι πολυκατακερματισμένη. Παρόλο που απαντά σε όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές χώρες -κατ’ ουσίαν απουσιάζει μόνον από την Ισλανδία και την Πορτογαλία-, η παρουσία του περιορίζεται σε θύλακες που δεν εμφανίζουν συνέχεια μεταξύ τους. Αυτό, οφείλεται πιθανότατα στην ιδιαιτερότητα των ενδιαιτημάτων του. 



Λιγοστά είναι τα είδη των πτηνών με τόση εξειδίκευση στα ενδιαιτήματά τους, όπως ο μουστακαλής. Ζει, τρέφεται και αναπαράγεται αποκλειστικά σε καλαμιώνες (reed beds), (Phragmites australis, Typha sp., Phalaris sp., κ.α.) που βρίσκονται σε όχθες -πλουσίων σε συστατικά- συστημάτων γλυκού ή υφάλμυρου ύδατος (κυρίως λίμνες και έλη), συνήθως με την παρουσία βλάστησης από βούρλα (sedges) και συναφών ειδών (Carex sp., Scirpus sp., Cladium sp., κ.α.). Πολύ σπάνια επισκέπτεται κάποιους μεμονωμένους θαμνότοπους, ενώ τα ενδιαιτήματά του είναι μικρά σε εμβαδόν και αρκετά απομονωμένα.
Η διατροφή του μουστακαλή εξαρτάται άμεσα από το περιβάλλον του και, φαίνεται να σχετίζεται με τα έντομα που ζουν στις καλαμιές. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα τρέφεται με με τα σπέρματα των φυτών αυτών, ενώ τις άλλες εποχές τρώει κυρίως τα Κουλικόμορφα έντομα που ζουν πάνω στα καλάμια, αλλά συμπληρώνει τη διατροφή του και με αράχνες ή άλλα μικρά, σχετικά αργοκίνητα έντομα. Φαίνεται ότι διαθέτει την ικανότητα προσαρμογής του πεπτικού του συστήματος, ανάλογα με την εποχή και το είδος της τροφής.Οι μουστακαλήδες είναι ισχυρά μονογαμικοί και, η αναζήτηση του συντρόφου ξεκινάει ήδη από την εποχή που βρίσκονται στο στάδιο του αρχικού τους πτερώματος.Στους καλαμιώνες όπου αναπαράγεται (βλ. Βιότοπος), ο μουστακαλής κατασκευάζει τη φωλιά του πάνω και ανάμεσα στα μακριά στελέχη των καλάμων, ή των βούρλων, συνήθως σε μικρό ύψος από την επιφάνεια του εδάφους και, κοντά στο νερό. Η φωλιά είναι μια βαθιά, κυπελοειδής κατασκευή αποτελούμενη από αποξηραμένα στελέχη καλάμων ή βούρλων και, επιστρωμένη με τις χαρακτηριστικές ταξιανθίες των μονοκοτυλήδονων φυτών, κάποιες φορές και με μερικά φτερά. Η φωλιά, σε συνδυασμό με τα υλικά που χρησιμοποιούνται, εναρμονίζεται στην εντέλεια με τον περιβάλλοντα χώρο και, είναι δύσκολο να γίνει διακριτή ακόμη και στα μάτια έμπειρων παρατηρητών. Στη διαδικασία κατασκευής της φωλιάς συμμετέχουν και τα δύο φύλα
πηγη κειμενου :
Βικιπαίδεια







Βασιλαετός -Aquila heliaca

Ο Βασιλαετός είναι αρπακτικό ημερόβιο πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aquila heliaca και δεν περιλαμβάνει υποείδη 

Ο βασιλαετός είναι από τα μεγαλύτερα μέλη του γένους Aquila και, κατ’ουσίαν, μόνον ο χρυσαετός είναι λίγο μεγαλύτερος σε μέγεθος και με μεγαλύτερη ουρά. Όμως ο βασιλαετός έχει το μεγαλύτερο λαιμό από τους μεγάλους αετούς.

  • Μήκος σώματος: (68-) 74 έως 83 (-85) εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: (175-) 190 έως 210 (-216) εκατοστά.
  • Βάρος: Αρσενικό 2,45-2,72 κιλά, θηλυκό 3,16-4,53 κιλά.

Τα ενήλικα άτομα έχουν χρώμα πολύ σκούρο καφέ, σχεδόν μαύρο. Από την κορυφή του κεφαλιού, όμως, ξεκινάει απότομα ένα χαρακτηριστικό αχνό μπεζ-χρυσαφί «κάλυμμα» που φθάνει μέχρι τον τράχηλο, όχι τόσο έντονο όσο στον χρυσαετό. Οι ώμοι (scapulars) και ο μανδύας (mantle) καλύπτονται, επίσης, από ανοιχτόχρωμη, υπόλευκη περιοχή σχήματος V, χαρακτηριστικό διαγνωστικό στοιχείο του πτηνού. Το σύνολο του σώματος, το μέτωπο και τα καλυπτήρια φτερά είναι επίσης πολύ σκούρα καφέ, σχεδόν μαύρα και, έρχονται σε μικρή αντίθεση με πρωτεύοντα ερετικά φτερά που είναι σκούρα γκρι-καφέ.

Η ουρά είναι ασημογκρίζα καφετιά με μικρές παράλληλες, λεπτές μαυριδερές λωρίδες. Η ίριδα είναι ανοιχτή γκρίζα, το ράμφος είναι γκρίζο με μαύρο άγκιστρο, ενώ το κήρωμα έχει κίτρινη απόχρωση. Οι πυκνά πτερωμένοι ταρσοί και τα πόδια είναι κίτρινα.

Τα νεαρά άτομα διαφέρουν σημαντικά από τους ενήλικες, είναι πιο ανοικτόχρωμα, με μπεζ-ξανθωπό χρώμα της άμμου και αρκετές σκούρες κηλίδες στο στήθος και στον μανδύα. Αποκτούν το πτέρωμα των ενηλίκων στα 6-7 χρόνια. 

Τα φύλα είναι σχεδόν όμοια σε μοτίβα και χρωματισμούς, αλλά τα θηλυκά είναι λίγο μεγαλύτερα και αρκετά βαρύτερα από τα αρσενικά.






---------------------------------------------------------



Νανόγλαρος  (Hydrocoloeus minutus)



Ο πιο μικρός και χαριτωμένος γλάρος, έχει μόλις 24 εκατοστά μήκος, στο μέγεθος σχεδόν του Κότσυφα. Περνάει από την πατρίδα μας το χειμώνα και στη μετανάστευση. Ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους γλάρους
όχι μόνο από το μικρό του μέγεθος αλλά και την άνεση με την οποία τσιμπάει την τροφή του, πετώντας πάνω από το νερό. Συναντάμε το Νανόγλαρο γύρω από λιμνοθάλασσες, λίμνες, έλη και σε παραθαλάσσιες περιοχές. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία Νανόγλαροι έχουν λευκό το κάτω μέρος του σώματός τους, αλλά μαύρο χρώμα στο κάτω μέρος των φτερούγων. Το καλοκαίρι, το φτέρωμα του κεφαλιού είναι κατάμαυρο ενώ το ράμφος κόκκινο σκούρο. Το χειμώνα, το ράμφος μαυρίζει και το κεφάλι ασπρίζει αλλά διατηρεί μαυριδερές κηλίδες. Διαφέρουν στην εμφάνιση οι ανήλικοι Νανόγλαροι. Κύριο χαρακτηριστικό του φτερώματος τους, μια ζικ-ζακ σκοτεινόχρωμη λωρίδα στις φτερούγες, που προχωρεί ως τους ώμους και πάνω στον αυχένα. Αντίθετα με τους ενήλικες, η κάτω πλευρά των φτερούγων των ανήλικων Νανόγλαρων είναι άσπρη και η ουρά τους διχαλωτή, όχι στρογγυλεμένη,με μαύρη άκρη.
πηγή κειμένου :https://anemourion.blogspot.com/2018/02/blog-post_213.html






--------------------------------------------------------------------

Μουστακαλής  (Panurus biarmicus)
Ο Μουστακαλής είναι πτηνό της οικογενείας των Τιμαλιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Panurus biarmicus και περιλαμβάνει 2 υποείδη
Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος Panurus biarmicus biarmicus 
Έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, χάρη στα οποία έχει κερδίσει το ενδιαφέρον των, ανά την υφήλιο ορνιθολόγων και, παρά την κατάταξή του από την IUCN στα είδη Ελαχίστης Ανησυχίας (LC), φαίνεται ότι θα κινδυνεύσει στο άμεσο μέλλον λόγω της απωλείας των ειδικών ενδιαιτημάτων του (βλ. Βιότοπος, Κίνδυνοι, Κατάσταση πληθυσμού).
Στην Ελλάδα, ο μουστακαλής απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης, δηλαδή ως επιδημητικό και καλοκαιρινό αναπαραγόμενο πτηνό, αλλά και ως χειμερινός και διαβατικός επισκέπτης κατά τις δύο μεταναστεύσεις.

Ο Μουστακαλής είναι πτηνό της οικογενείας των Τιμαλιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Panurus biarmicus ...


Ο Μουστακαλής είναι πτηνό της οικογενείας των Τιμαλιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Panurus biarmicus ...

------------------------------------------------------------------------------------------------------



Μαυροσκούφης_Sylvia atricapilla_Eurasian Blackcap



Sylvia atricapilla_Eurasian Blackcap_Μαυροσκούφης Ο Μαυροσκούφης είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Συλβιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sylvia atricapilla και περιλαμβάνει 5 υποείδη.
Η επιστημονική ονομασία του γένους sylvia συνδέεται με τη λατινική λέξη silva ή sylva «δάσος», «ξύλο», και, επομένως, παραπέμπει στο ενδιαίτημα του πτηνού. Μάλιστα, ή ίδια η λέξη sylvia σημαίνει «ξωτικό (του δάσους)» 
Η επιστημονική ονομασία του είδους atricapilla είναι, επίσης, λατινική και προέρχεται από τις επί μέρους λέξεις ater «μαύρος» και capilla«κόμη, μαλλιά».
Τόσο η λαϊκή ελληνική ονομασία του πτηνού, όσο και η αγγλική Blackcap, παραπέμπουν στο χαρακτηριστικό μαύρο στέμμα (κορυφή κεφαλιού) του αρσενικού.

Ο κύριος βιότοπος αναπαραγωγής του είδους είναι τα ώριμα φυλλοβόλα δάση, με παχύ υπόστρωμα κάτω από τα δέντρα και θάμνους όπως τα ροδόδενδρα. Άλλα ενδιαιτήματα, όπως πάρκα, μεγάλοι κήποι και κατάφυτοι φράκτες, χρησιμοποιούνται μόνον εφ' όσον πληρούν τις βασικές απαιτήσεις της ύπαρξης ψηλών δέντρων (για το τραγούδι) και του παχέος υποστρώματος.

Ο μαυροσκούφης τρέφεται κυρίως με έντομα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, ενώ στη συνέχεια στρέφεται στα φρούτα στα τέλη του καλοκαιριού, αλλαγή που προκαλείται από εσωτερικό βιολογικό ρυθμό. Εκτός από τους καρπούς (κυρίως αγριοβατόμουρα) τρώει γύρη και νέκταρ, ιδιαίτερα αν δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα έντομα. Τα έντομα, που είναι η κύρια λεία του, συλλαμβάνονται από το φύλλωμα και τα κλαδιά, αλλά μερικές φορές αυτό μπορεί να γίνεται είτε από επίθεση -από στάση ή αιώρηση- είτε στο έδαφος.

Πηγη: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B1%CF%85%



..........................................................................................................................



Γαλαζοπαπαδίτσα(Cyanistes caeruleus)


H Γαλαζοπαπαδίτσα είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Παριδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Cyanistes caeruleus και περιλαμβάνει 9 υποείδη.
Στην Ελλάδα, η γαλαζοπαπαδίτσα απαντά ως επιδημητικό είδος σε όλη την επικράτεια. Από την Κρήτη αναφέρεται ως μόνιμο πτηνό των ορεινών δασών το καλοκαίρι και του κάμπου, τον χειμώνα.
Στην Ελλάδα, η γαλαζοπαπαδίτσα απαντά σε πλατύφυλλα δάση, περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, άλση, κήπους, δενδρόκηπους, ελαιώνες και καλαμιώνες. Στα δασικά οικοσυστήματα με βελανιδιές, απαντά σε περιοχές με Quercus pubescens, στα μικρά υψόμετρα, και σε περιοχές με Q. frainetto, στα μέσα υψόμετρα. Λιγότερο κοινή, αλλά και πάλι διαδεδομένη, στα δάση με οξιές, ιτιές, και λεύκες. Στην Δ. Ελλάδα, οι γαλαζοπαπαδίτσες είναι κυρίως διαδεδομένες σε δάση με Q. ilex, ενώ στα δάση κωνοφόρων απαντούν, όταν είναι κοντά σε δάση πλατύφυλλων.
Οι γαλαζοπαπαδίτσες είναι, κατά βάσιν εντομοφάγα πτηνά, τρεφόμενες με ενήλικα έντομα και τις προνύμφες τους (κυρίως Ημίπτερα, κάμπιες (κυρίως Λεπιδόπτερων) και αρθρόποδα (αράχνες και κολλέμβολα). Ωστόσο, μπορούν να καταναλώνουν φρούτα, μπουμπούκια, σπέρματα και σκληρούς καρπούς (φιστίκια, καρύδια, κ.α.), ιδιαίτερα τον χειμώνα, οπότε συχνάζουν και σε ταΐστρες πουλιών.
Το κίτρινο χρώμα στο σώμα του κάθε πτηνού οφείλεται στις καροτίνες που εμπεριέχονται στις κάμπιες που καταναλώνονται και είναι ενδεικτικό του αριθμού τους. Όσο πιο φωτεινό κίτρινο είναι, τόσο περισσότερα άτομα του αντίθετου φύλου προσελκύονται.
Το είδος δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερους κινδύνους στο ευρύτερο φάσμα κατανομής του, πέραν των κακών καιρικών συνθηκών που, όταν ενσκύπτουν , μπορεί να αποδεκατίσουν χιλιάδες άτομα, ιδιαίτερα εάν εμφανιστούν την περίοδο φωλιάσματος. Αυτό οφείλεται στο ότι, επηρεάζουν την διαθεσιμότητα τροφικών πόρων, κυρίως των προνυμφών (κάμπιες) με τις οποίες σιτίζονται οι νεοσσοί.
Η γαλαζοπαπαδίτσα, είναι από τα πιο κοινά και διαδεδομένα στρουθιόμορφα της χώρας, αναπαραγόμενα μονίμως σε όλα τα ηπειρωτικά και στα περισσότερα νησιά. Βέβαια, λόγω της φύσης των ενδιαιτημάτων της, απουσιάζει από τις άνυδρες, ξηρές περιοχές χαμηλού υψομέτρου (Ν. Ελλάδα και πολλά νησιά). Υψομετρικά, κινείται στα 1.200-1.500 μ., αλλά δεν είναι σπάνιο να παρατηρηθεί -τοπικά- μέχρι τα 2.000 μ.
Πηγή κειμένου:
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%93%CE
Γαλαζοπαπαδίτσα(Cyanistes caeruleus)
................................................................................................................................................


Βραχοκιρκίνεζο_Falco tinnunculus
Βραχοκιρκίνεζο_Falco tinnunculus, σε αναζήτηση τροφής με το πρώτο πρωινό φως.


Το Βραχοκιρκίνεζο είναι είδος γνήσιου γερακιού (γένος Falco), που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Falco tinnunculus και περιλαμβάνει 12 υποείδη.
Στην Ελλάδα το βραχοκιρκίνεζο απαντά καθ’όλη τη διάρκεια του έτους ως επιδημητικό, αναπαραγόμενο είδος. Επειδή, όμως, η χώρα αποτελεί μεταναστευτικό πέρασμα προς την Αφρική, υπάρχει ανάμιξη πληθυσμών, μεταξύ των ατόμων που παραμένουν μονίμως στην χώρα, και μεταναστευτικών πτηνών βορειότερων περιοχών που έρχονται να φωλιάσουν ή απλώς να διαβούν.
Το βραχοκιρκίνεζο είναι είδος των πεδινών και ανοικτών οικοτόπων, όπως οι ερεικώνες, οι θαμνώδεις εκτάσεις και ελώδεις περιοχές. Δεν απαιτεί δάση, εφόσον υπάρχουν εναλλακτικές θέσεις για κούρνιασμα και φώλιασμα, όπως πέτρες ή κτίσματα. Προσαρμόζεται εύκολα σε άδενδρες περιοχές, όπου υπάρχουν άφθονα ποώδη φυτά και θάμνοι για να υποστηρίξουν έναν πληθυσμό θηραμάτων.
Επίσης, τα βραχοκιρκίνεζα προσαρμόζονται εύκολα στην ανθρώπινη παρουσία (γεγονός που τού κοστίζει ακριβά, πολλές φορές), όσο υπάρχουν επαρκείς εκτάσεις βλάστησης, και μπορεί ακόμη και να βρεθεί σε υγρότοπους, χερσότοπους και άγονα μέρη, σε υψόμετρα που κυμαίνονται από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τις υψηλότερες οροσειρές (έχουν καταγραφεί να πετούν στα 4.500μ. και στο Νεπάλ μέχρι τα 5.200 μ.). Σήμερα, έχουν προσαρμοστεί απόλυτα στον οικιστικό ιστό και απαντούν εντός των πόλεων στις κεντρικές και βόρειες ευρωπαϊκές επικράτειες, κυρίως (αυτοκινητόδρομοι, σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, αεροδρόμια κ.ο.κ.).
Στην Ελλάδα το βραχοκιρκίνεζο ανευρίσκεται σε αραιά δάση, τενάγη, ακτές και λιγότερο σε χωριά και πόλεις. Απαντά σε ευρεία γκάμα οικοτόπων, από το επίπεδο της θάλασσας μέχρι τις οροσειρές (αλπική ζώνη). Φωλιάζει σε ορθοπλαγιές, φαράγγια, παλαιά λατομεία, κτήρια, κ.α.
Η τυπική λεία του είδους είναι τα μυόμορφα τρωκτικά (90% της διατροφής ), παντός είδους: ποντίκια, αρουραίοι, τυφλοπόντικες, μυγαλές, μυωξοί κ.λ.π., καθιστώντας το βραχοκιρκίνεζο ως ένα από τα χρησιμότερα πτηνά για τη γεωργία. Τα κύρια θηράματα είναι των γενών Microtus και Clethrionomys και, σε μικρότερο βαθμό, των Pitymys, Arvicola, Lemmus, όπως και σκιουρόμορφα του γένους Citellus
Όταν τα θηλαστικά είναι λιγοστά, τα μικρά πουλιά -κυρίως στρουθιόμορφα- μπορεί να αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της διατροφής του, ενώ αποτελούν την μόνη σημαντική τροφή κατά τη διάρκεια κάθε καλοκαιριού, όταν αφθονούν οι ανεκπαίδευτοι νεοσσοί (λ.χ. σπουργίτια εντός του οικιστικού ιστού  τα οποία συλλαμβάνει με καταδίωξη).
Άλλα, κατάλληλου μεγέθους σπονδυλωτά, όπως νυχτερίδες, βάτραχοι και ερπετά -αποκλειστικά σαύρες- τρώγονται μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις. Ωστόσο, τα βραχοκιρκίνεζα σε νότια γεωγραφικά πλάτη, φαίνεται να δίνουν ιδιαίτερη προτίμηση στις σαύρες, ενώ εποχικά, τα αρθρόποδα, ακρίδες και σκαθάρια μπορεί να συνιστούν το κύριο θήραμα.
Ένα ενήλικο βραχοκιρκίνεζο απαιτεί 4-8 μέσου μεγέθους τρωκτικά -ή το ισοδύναμό τους- την ημέρα, ανάλογα με την κατανάλωση ενέργειας (την εποχή του έτους, το ποσοστό της επιτ’οπιας αιώρησης, κ.ο.κ). Είναι γνωστό ότι, πιάνει αρκετά τρωκτικά στη σειρά και τα «αποθηκεύει» για μελλοντική κατανάλωση. Ένας νεοσσός καταναλώνει κατά μέσον όρο κρέατος τρωκτικών 4,2 γρ./ώρα, που ισοδυναμεί με 67,8/ημέρα).
Το βραχοκιρκίνεζο, όπως και άλλα αρπακτικά, προσελκύεται από τις εστίες πυρκαγιών, αναζητώντας τροφή ανάμεσα στα απωλεσθέντα θηράματα.
Όταν κυνηγάει, το βραχοκιρκίνεζο χρησιμοποιεί τις τεχνικές του γυροπετάγματος (soaring), εκμεταλλευόμενο τα θερμικά ανοδικά ρεύματα και της επιτόπιας αιώρησης (hovering), περίπου 10-20 μέτρα πάνω από το έδαφος, με την ουρά ανοιγμένη σε σχήμα βεντάλιας. Ειδικά η δεύτερη τεχνική, αποτελεί βασικό διαγνωστικό του χαρακτηριστικό, διότι την χρησιμοποιεί πολύ συχνά. Μάλιστα, υπάρχει χαρακτηριστικό αγγλικό ποίημα που εκθειάζει το συγκεκριμένο ηθολογικό στοιχείο του πτηνού.  Μπορεί συχνά να βρεθεί στο κυνήγι, κατά μήκος των πλευρών δρόμων και αυτοκινητοδρόμων. Μια άλλη, λιγότερο εμφανής τεχνική, είναι να εποπτεύει τον χώρο λίγο ψηλότερα από το έδαφος (perching), όταν το επιτρέπει η τοπογραφία της περιοχής και να εφορμά στο θήραμα που κινείται εκεί.


Το βραχοκιρκίνεζο είναι σε θέση να βλέπει σε μήκη κύματος κοντά στο υπεριώδες φως, που επιτρέπει στα πουλιά να εντοπίζουν τα ίχνη που αφήνουν τα ούρα των τρωκτικών στα λαγούμια τους και λαμπυρίζουν κάτω από το ηλιακό φως.
πηγη κειμενου:https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CF%81%


Βραχοκιρκίνεζο στο Φαληρικό Δέλτα_ Falco tinnunculus

.................................................................................................................................





Πράσινος Μελισσοφάγος (Merops persicus)
....................................................................................................


Μαυροτσιροβάκος  Sylvia melanocephala
Ο Μαυροτσιροβάκος είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Συλβιιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Sylvia melanocephala και περιλαμβάνει 5 υποείδη
Ο κύριος βιότοπος αναπαραγωγής του είδους είναι οι ανοικτές θαμνώδεις περιοχές σε πεδινά και ημιορεινά (λοφώδη) εδάφη, αλλά και τα αραιά δάση με πυκνό υπώροφο. Οι κύριοι θάμνοι που προτιμάει είναι τασχίνα (Pistacia spp.), οι άρκευθοι (Juniperus spp.) και οι αγκαθωτοί βάτοι (Rubus spp.), ενώ από τα δένδρα, οι βελανιδιές (κυρίως αριές) και τα πεύκα.Επίσης συχνάζει σε αλσύλια, πάρκα και περιβόλια με βάτα που σχηματίζουν φυσικούς φράκτες στις κατοικημένες περιοχές. Τοπικά, π.χ. σε νησίδες, σε πιο χαμηλή βλάστηση.Στην Ελλάδα ο μαυροτσιροβάκος απαντά σε ανοικτές λοφώδεις και πεδινές περιοχές με θάμνους (μακία μεσογειακή ζώνη), ανοικτά δάση, άλση, κήπους, ελαιώνες, αμπελώνες, πευκώνες και εκτάσεις με βελανιδιές. Ο μαυροτσιροβάκος τρέφεται κυρίως με έντομα κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, ενώ στη συνέχεια στρέφεται στα φρούτα στα τέλη του καλοκαιριού, αλλαγή που προκαλείται από εσωτερικό βιολογικό ρυθμό. Εκτός από τους καρπούς (κυρίως αγριοβατόμουρα) τρώει γύρη και νέκταρ,[ ιδιαίτερα αν δεν υπάρχουν επαρκή διαθέσιμα έντομα.Στα έντομα, που είναι η κύρια λεία του, συμπεριλαμβάνονται ορθόπτεραημίπτερα και κάμπιες λεπιδοπτέρων, αλλά και αρκετές αράχνες.Κατά τον Ιούλιο, η διατροφή αλλάζει όλο και περισσότερο προς τους καρπούς. Οι μαυροτσιροβάκοι τρώνε κυρίως βατόμουρα από ένα ευρύ φάσμα θάμνων (βάτων), αλλά και σύκα, σταφύλια ή σπέρματα αγρωστωδών (Graminae)
Πηγη: Βικιπαιδεια
Μαυροτσιροβάκος_Sylvia melanocephala (Υμηττός)

Αγρια ζωη στην Ελλαδα,Φωτογραφιες φυσης,Κώστας Λαδάς,nature,wild birds
Ο Χρυσαετός είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Aquila chrysaetos και περιλαμβάνει 6 υποείδη
Στην Ελλάδα απαντά κυρίως το υποείδος A. c. chrysaetos αλλά, εκτός από το συγκεκριμένο υποείδος που παραμένει στη χώρα καθ’όλη τη διάρκεια του έτους ως επιδημητικό, υπάρχουν και άτομα του υποείδους A. c. homeyeri που περνάνε από τον ελληνικό χώρο κατά τη μετανάστευσή τους προς ανατολάς,  ιδιαίτερα στηνΚρήτη.
  • Για αιώνες, το είδος αυτό ήταν από εκείνα που χρησιμοποιούνταν ευρέως στην ιερακοθηρία, με το ευρασιατικό υποείδος να έχει γίνει θρύλος, επειδή ήταν ικανό να θηρεύει ακόμη και λύκους, σε ορισμένες επικράτειες. Γι’ αυτό και ο χρυσαετός αντιμετωπίζεται ακόμη και σήμερα με μεγάλη «μυστικιστική» ευλάβεια σε κάποιες αρχαίες φυλές ιθαγενών. Αποτελεί ένα από τα πιο εκτενώς μελετημένα αρπακτικά πτηνά στον κόσμο σε ορισμένα τμήματα του φάσματος κατανομής του, όπως στις Δ. ΗΠΑ και την Δ. Ευρασία. Δεν είναι τυχαίο ότι, στις περισσότερες χώρες στις οποίες απαντά, η γενική ονομασία αετός, συμπίπτει με τον χρυσαετό.

Αγρια πουλια στην Ελλαδα,πανιδα,χρωματα,υδροβιοτοποι,
Οι χρυσαετοί , δεν έχουν ιδιαίτερες προτιμήσεις για ορισμένα θηράματα, και ως γνήσιοι «οπορτουνιστές», επιτίθενται σε -σχεδόν- κάθε μικρό έως μεσαίου μεγέθους ζώο που μπορεί να συναντήσουν. Σχεδόν 200 είδη θηλαστικών και πουλιών έχουν καταγραφεί ως θηράματα του χρυσαετού, αλλά η επιλογή καθορίζεται, όπως είναι εύλογο, σε μεγάλο βαθμό από την τοπική διαθεσιμότητα και την αφθονία των θηραμάτων.  Τα περισσότερα θηράματα ζυγίζουν περίπου το μισό από το βάρος του εκάστοτε θηρευτή, με ένα τυπικό εύρος βάρους λείας των 0,5 - 4 κιλών αν και, μερικές φορές, η λεία είναι ίση ή σαφώς βαρύτερη από τον θηρευτή (4-7 κιλά). 

Φωτογραφιες αγριας φυσης Κώστας Λαδάς

Μέσα βιομετρικά στοιχεία

  • Μήκος σώματος: (66-) 79 έως 87 (-102) εκατοστά.
  • Άνοιγμα πτερύγων: (180-) 188 έως 234 (-254) εκατοστά.
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: 52 έως 72 εκατοστά
  • Μήκος ουράς: 26,5 έως 38 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: 9,4 έως 12,2 εκατοστά
  • Μήκος μεγάλου δακτύλου: 4,5 έως 6,34 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 6 εκατοστά
  • Μήκος μέσης ραχιαίας γραμμής ράμφους: 3,6 έως 5,0 εκατοστά
  • Βάρος: Αρσενικό 3,6 κιλά, θηλυκό 5,1 κιλά, κατά μέσον όρο.
    πηγή  Βικιπαίδεια https://el.wikipedia

Φωτογραφιες τοπιου και αγριας φυσης Κωστας Λαδάς

Ακτίτης ( Actitis hypoleucos )



Πανιδα,υγροτοποι,φυση,χρωματα,παρυδάτια ειδη,
Μπεκατσίνι (Gallinago gallinago)
Το μπεκατσίνι είναι μέσου μεγέθους καλοβατικό πτηνό, με πολύ μακρύ ράμφος σε σχέση με το σώμα του  και λευκή κοιλιά. Όπως όλα τα μέλη της οικογένειας (Scolopacidae), διαθέτει πτέρωμα «παραλλαγής» (cryptic camouflage) για να κρύβεται από τους διώκτες του, με την άνω επιφάνεια του σώματος στα χρώματα «της γης», συνήθως σκούρο ή κοκκινο-καφέ, με σκουρόχρωμες ραβδώσεις. Πάντως, το πτέρωμα ποικίλλει σε μοτίβα και χρωματισμούς, μάλιστα, απαντούν και μελανιστικές μορφές.
Το Μπεκατσίνι απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Βαλτομπεκάτσα, Ζουρλορουκέτα, Καψοράχη (Αιτωλοακαρνανία), Μπεκανότο (Επτάνησα), Μπεκατσόνι, Σακατζής και Σακατζίδα (Βοιωτία), Τζιγάτος (Καλαμάτα),  Μικροσκολοπακίδα  και Πικατσόνι.
wildlife in greece,Gallinago gallinago, Marathonas Attikis,nature, Kostas Ladas photography
Μπεκατσίνι (Gallinago gallinago)
wildlife,nature,colors,water,υδροβιοτοποι,πανιδα της Ελλαδας,αγρια ειδη πουλιων ,Κωστας Λαδάς φωτογραφιες
Πρασινοκέφαλες Anas-platyrhynchos στον υγροβιότοπο του Σχοινιά Μαραθώνα 
Χορεύοντας στην φύση Anas-platyrhynchos
Σκαρθί, European Serin (Serinus serinus) στο πρωινο φως.


Αλεπού Vulpes vulpes διασχίζει παγωμένο δρόμο στον Σχινιά Μαραθώνα

Zamenis situla -Σπιτόφιδο στα Ζαγοροχώρια  


πανιδα,άγρια φύση ,birds,Greece,Φωτογραφίες πουλιών Κώστας Λαδάς
Λευκοσουσουραδα (Motacilla alba) με το γεύμα της (λιβελούλα) στο στόμα 


 (Buteo buteo)Common buzzard - Γερακίνα




Nemoptera bipennis_lepidoptera


''Δε φεύγω για παλικαριά
αλλά που μού 'πεσε βαριά
μες τον Παράδεισο η τόση προδοσία
Μέχρι το τέλος η ψυχή
κι όμως πηγαίνει και πιο κει...''


Σκουφοβουτηχτάρι (Podiceps cristatus)


Αγρια άλογα στην λίμνη Κερκίνη 
Φωτογραφιες τοπίων -αγριας φύσης Κώστας Λαδάς_Kostas Ladas wildlife photography
Συναντήσεις....Αξιός ποταμός 
Κιτρινοσουσουράδα - Motacilla flava








Ξημερώματα ,πριν ακόμα δύσει η σελήνη ,Αμβρακικός κόλπος 



Dalmatian Pelican - Αργυροπελεκάνος




Kingfisher - Alcedo atthis - Common Kingfisher - Αλκυόνα


Pelican - Pelecanus crispus - Dalmatian Pelican - Αργυροπελεκάνος




Dolphin - Tursiops truncatus - Ρινοδέλφινο

Tursiops truncatus - Ρινοδέλφινο

Flamingo - Phoenicopterus roseus - Greater Flamingo - Φοινικόπτερα



Flamingo - Phoenicopterus roseus - Greater Flamingo - Φοινικόπτερο

 Phoenicopterus roseus - Greater Flamingo - Φοινικόπτερο

Rail - Fulica atra - Coot eurasian - Φαλαρίδα

Δεν υπάρχουν σχόλια: